- ευχέλαιο
- ευχέλαιο, το και ευκέλαιο, τοτο ιερό μυστήριο της εκκλησίας: Το βράδυ θα έχουμε ευχέλαιο στο σπίτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ευχέλαιο — Χριστιανικό μυστήριο, στο οποίο ο ιερέας αλείφει με λάδι τους ασθενείς και επικαλείται τη θεία χάρη για τη θεραπεία των σωματικών ή ψυχικών ασθενειών τους. Η Δυτ. Καθολική Εκκλησία, από τον 12o αι., δίνει το ε. μόνο στους ετοιμοθάνατους. Οι… … Dictionary of Greek
αγικός — ή, ό [άγιος] 1. αυτός που αναφέρεται σε άγιο 2. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα αγικά α) όλα τα εκκλησιαστικά αντικείμενα, όπως εικόνες, άμφια, σκεύη, άνθη επιταφίου κ.λπ. β) θρησκευτικές ιεροτελεστίες (ευχέλαιο, αγιασμός, εξορκισμοί) που αποβλέπουν… … Dictionary of Greek
ακολουθία — Η συμφωνία σε κάτι· η συντακτική συμφωνία στον λόγο, σε αντίθεση με την ανακολουθία· η λογική σειρά· το αποτέλεσμα, το συμπέρασμα. (θεολ.) Στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την τέλεση των διαφόρων ιεροπραξιών στον ναό με ορισμένη τυπική διάταξη … Dictionary of Greek
απομύρισμα — Έθιμο των βυζαντινών και μεσαιωνικών χρόνων, σύμφωνα με το οποίο οιχριστιανοί άλειφαν ένα μέρος ή ολόκληρο το σώμα τους με άγιο μύρο, που πίστευαν ότι ανάβλυζε από τους τάφους αγίων ή άλλους ιερούς χώρους (αγία Παρασκευή, άγιος Δημήτριος ο… … Dictionary of Greek
εφταπάπαδο — το (Μ ἑφταπάπαδον) το ευχέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + παπάδες] … Dictionary of Greek
λάδι — Βλ. λ. έλαια (ελαιόλαδο). * * * το (Μ λάδι[ν]) το λιπαρό υγρό που λαμβάνεται με σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο νεοελλ. 1. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτική, ζωική ή ορυκτή ύλη 2. φρ. α) «άγια λάδια» το ευχέλαιο β) «άγιο… … Dictionary of Greek
μυρώνω — (ΑΜ μυρῶ, όω, Μ και μυρώνω) [μύρον] αλείφω ή ραντίζω κάποιον ή κάτι με μύρο, αρωματίζω νεοελλ. 1. αναδίδω ευωδιά, ευωδιάζω («τα λουλούδια και τα χορτάρια τής γης εμύρωναν το λεπτό αυγερινό αεράκι», Κρυστ.) 2. παροιμ. «τό βαφτίζω, τό μυρώνω, άρα… … Dictionary of Greek
μυστήριο — Θρησκευτικό δραματικό είδος που άνθησε κατά τον Μεσαίωνα και προέρχεται από το λειτουργικό δράμα, από το οποίο διαφέρει τόσο κατά τον τόπο όπου παιζόταν όχι πια το εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά το προαύλιό της και αργότερα μια πλατεία ή δρόμος… … Dictionary of Greek
Αδιαφοριστές — Μερίδα Γερμανών μεταρρυθμιστών που ακολουθούσε τον Μελάγχθωνα (16ος αι.). Ονομάστηκαν έτσι γιατί σύμφωνα με τη διδασκαλία τους οι γιορτές, οι νηστείες, το χρίσμα, το ευχέλαιο κ.ά. ήταν πράγματα αδιάφορα για τη χριστιανική πίστη … Dictionary of Greek
μυστήρια — Τυπική λατρευτική έκφραση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αβέβαιη είναι η ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που έχει παραγάγει μερικές λέξεις με θρησκευτική σημασία, μεταξύ των οποίων ο… … Dictionary of Greek